κυκλοπόρος

κυκλοπόρος
κυκλοπόρος, -ον (Α)
αυτός που κινείται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. αερο-πόρος, οδοι-πόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυκλοπόρος — moving in a circle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοπορώ — κυκλοπορῶ, έω (Α) [κυκλοπόρος] ακολουθώ κυκλική κατεύθυνση …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”